Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λαογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λαογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Ήθη & Έθιμα των Χριστουγέννων

ΗΠΕΙΡΟΣ




Τα καρύδια

Tα καρύδια είναι ένα παραδοσιακό ομαδικό παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά. Οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν ως εξής: Κάποιο παιδί χαράζει στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σ’ αυτή, κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή των καρυδιών, σημαδεύει σκυφτός, και με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, κάποιο άλλο καρύδι. Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να βγουν από τη γραμμή όλα τα καρύδια.


Tο αναμμένο πουρνάρι

Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Από τότε, λοιπόν, στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.


Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Τα δέντρα στη λαϊκή παράδοση των Ελλήνων




Tα Δέντρα, λέει μια παράδοση, «έχουνε ψυχή κι ακούνε και νιώθουνε… Γι’ αυτό, λένε, μια βολά που κοβ’ ένας ένα δέντρο, τ’ άκουγε που βόγγαγε κάθε τσεκουριά που το βάραγε. Και το παράτησ’ ο άνθρωπος και το ‘βανε στα πόδια.».
H αφήγηση, που με πλήθος παραλλαγές συναντιέται σχεδόν σε όλους τους λαούς και εποχές, δεν αποσκοπεί μόνο να συνετίζει όσο, κυρίως, να μεταφέρει το αρχέγονο δέος και τον επιβαλλόμενο σεβασμό προς ένα ξεχωριστό πλάσμα της φύσης.
H ιδέα ότι το δέντρο ανήκει στην αμφίβολη και υποβλητική σφαίρα ύπαρξης ανάμεσα στον κόσμο των έμψυχων και στο φυτικό κόσμο, είναι παλαιότατη. Ήταν ήδη αρχαία όταν, στις αρχές του 3ου αι. π.X., ο Καλλιμάχος έγραφε τον Ύμνο στη θεά Δήμητρα: «Tις μοι καλά δένδρεα κόπτει;», ρωτά η θεά – ποιος είναι ο βέβηλος που κόβει την ιερή βελανιδιά της; Ήταν ο Eρυσίχθων, που είχε μπει το ιερό άλσος της, όπου υπήρχαν «πίτυς, μεγάλαι πτελέαι και όχναι» – πεύκα, φτελιές μεγάλες και αχλαδιές. Στα χτυπήματα του τσεκουριού η βελανιδιά, δέντρο πελώριο με κορμό δεκαπέντε οργιές χοντρό, αναστέναξε κι από την πληγή έτρεξε αίμα και η νύμφη που ζούσε μέσα του, πεθαίνοντας μαζί του, προέβλεψε την τιμωρία του ιερόσυλου Ερυσίχθονα, που ήταν να δέρνεται ακατάπαυστα από αιώνια πείνα.
Η ανάθεση δένδρων και αλσυλλίων ή δασών σε ιερά αποτελεί έμμεση πρόνοια για την προστασία τους από την αλόγιστη ξύλευση. Η σύνδεση των δέντρων με θεούς, ημίθεους και νύμφες απηχεί αυτήν την πρόνοια, τον σεβασμό και την αγάπη προς τα δέντρα, που, βουβά καθώς είναι, δεν μπορούν να υπερασπιστούν την ύπαρξή τους. Τα δέντρα που ανήκαν σε ιερά από την αρχαιότητα, εκκλησιαστικά και μοναστηριακά δέντρα στα χριστιανικά χρόνια, προστατεύονταν από την κοπή και την κακοποίηση. Oι παραδόσεις τονίζουν εμφατικά την τιμωρία των βέβηλων.


Δέντρα στοιχειωμένα

Kάθε που γίνεται λόγος για δέντρα με ψυχή ο νους πάει στη «Βασιλική δρυ» του Παπαδιαμάντη, στο «…περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον… την άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσαν της δρόσου…», με την «κορυφήν της βαθύκομον ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον», αυτό που στο εναργές όνειρό του το είδε ο Σκιαθίτης ως γυναίκα, «κόρη ερατεινή, Αμαδρυάδα» ενσαρκωμένη στην πελώρια βελανιδιά. O αφανισμός του δέντρου από τον «σχωρεμένο το Βαργένη, που δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του, όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα…» είχε σαν αποτέλεσμα «σαν το ‘κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε. Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο.».
O Ν. Γ. Πολίτης διασώζει ανάλογη παράδοση για τη νεράιδα της ιτιάς, από την Αλωνίσταινα Μαντινείας: «Στης Μηλιάς τον κάμπο, στ’ αμπέλια κοντά στην Τουρκόβρυση, ήτανε νια ετιά. Ο συχωρεμένος ο Δημητράς… ανέβηκ’ ένα μεσημέρι να κόψει κλάρες… Ήτανε μοναχός, κι έκοψε δυο τρεις κλάρες, ακούει και σειέται η ετιά και σκούζει, «Ωχ! Εγώ ‘μαι, η ετιά. Γιατί με κόβεις; Βάνε στη στιγμή τούς κλώνους στη θέση τους». Ο άνθρωπος που άκουσε το δέντρο να μιλάει, εκατέβηκε λιγοθυμισμένος. Σε τρεις μέρες επέθανε…» (Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 178-9, αρ. 326).
«Τα μεγάλα και παλαιά δέντρα είναι στοιχειωμένα, και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθωνται πολλήν ώρα από κάτω σ’ αυτά, ή να κοιμούνται στον ήσκιο των, για να μην πάθουν. Και όταν κόβουν κανένα απ’ αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν μπρούμυτα καταγής και δε βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου, όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί, και καθώς είναι αγανακτισμένη, να τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση, όταν κόβουν βάνουν μια πέτρα για να εμποδιστεί να μην έβγει με ορμή η ψυχή του δέντρου. Τι αλλιώς θα τους κάμει κακό και θα τους κοψομεσιάσει…» (ό.π., σ. 177-178, αρ. 324).

                                           


Παραδόσεις για δένδρα βαρυήσκιωτα

Κι ας γείρει ο πόθος σου βαρύς σαν ήσκιος καρυδιάς (Σεφέρης)

Δέντρα καρπερά και άκαρπα, γερά και ευπαθή, όμορφα, ευωδιαστά, καλοήσκιωτα αλλά και βρωμερά ή βαρυσήσκιωτα, δέντρα που βλαστάνουν και θάλλουν από ξερά κλαδιά, δέντρα αειθαλή και φυλλοβόλα, ευθυτενή και σκυφτά, αυχμηρά και βελούδινα, δάση σιωπηλά και μοναχικά, βαθιά ριζωμένα στη γη από την οποία τρέφονται και ζουν. Οι ιδιότητες των δέντρων και των καρπών τους έχουν δημιουργήσει γενικότερα πολλές δοξασίες και παραδόσεις, στην προσπάθεια των ανθρώπων να δώσουν εξήγηση. Η συκιά, η καρυδιά, η ακακία με τους βαρείς χυμούς που διατρέχουν τις φλέβες τους δημιουργούν ίσκιο βαρύ και ανθυγιεινό.


Στοιχειωμένα δέντρα

Εις το χωριό της Λέκας ευρίσκονται πολλά πλατάνια, μεγάλα και φουντωτά, αλλά κανείς δεν τολμά να βάλει επάνω τους πελέκι ή πριόνι. Μια φορά ηθέλησε ένας γεωργός να κόψει έν’ από τα πλατάνια, αλλά το στοιχειό του δέντρου τον εσκότωσε» (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 177, αρ. 323).

«Τα μεγάλα και παλαιά δέντρα είναι στοιχειωμένα, και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθωνται πολλήν ώρα αποκάτω σ’ αυτά, ή να κοιμώνται στον ήσκιο των, για να μην πάθουν. Και όταν κόβουν κανένα απ’ αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν προύμυτα καταγής και δε βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου, όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί, και καθώς είναι αγαναχτισμένη τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση όταν κόβουν βάνουν μια πέτρα για να εμποδιστεί να μην έβγει με ορμή η ψυχή του δέντρου. Τι αλλιώς θα τους κάμει κακό και θα τους κοψομεσιάσει και θα έχουν δυνατούς πόνους στη μέση» » (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 177-178, αρ. 324).

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Καθημερινή ζωή και οικιακή οικονομία του χτες

Τα παλιά χρόνια, ήταν συνεχής και αδιάκοπη η προσπάθεια της κάθε αγροτικής οικογένειας να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερα είδη διατροφής, για να μπορέσει να θρέψει την πολυάριθμη φαμίλια της.
Για την εξασφάλιση αυτών των αγαθών, των τόσο απαραίτητων για τη συντήρησή τους, λειτουργούσε ένα ολοκληρωμένο σύστημα παραγωγής τους από την ίδια οικογένεια. Τα προσφερόμενα προϊόντα προς αγορά, από τα παντοπωλεία, ήταν απρόσιτα. Αυτά τα παντοπωλεία ήταν κάτι σαν τα σημερινά super-market, γιατί πούλαγαν όλα τα είδη της εποχής. Εκτός από τα τρόφιμα είχαν λιπάσματα, θειάφι, είδη κιγκαλερίας, βαφές, πρόκες… μέχρι και ασπιρίνες. Όμως ο πολύς κόσμος δεν είχε χρήματα για να τα αγοράσει. Ειδικά οι φτωχοί αγρότες έπιαναν χρήματα στα χέρια τους μόνο το καλοκαίρι που πούλαγαν τα προϊόντα τους. Είναι γνωστό ότι αρκετά παλιά, το εμπόριο γινόταν με ανταλλαγή προϊόντων. Αργότερα μπήκε το βερεσέ (αγορά με πίστωση). Οι πιο τακτικοί πελάτες των καταστημάτων αυτών ήταν τα πιτσιρίκια, αν και δεν έκαναν μεγάλους λογαριασμούς, που αγόραζαν συνήθως καραμέλες, στραγάλια και κανένα ξερολούκουμο.

Το βασικό είδος διατροφής ήταν βέβαια και τότε το ψωμί και μετά το λάδι. Όμως ο μεγάλος αγώνας ήταν για το ψωμί της χρονιάς. Προσπάθεια του κάθε αγρότη ήταν να αυξήσει την παραγωγή του σιταριού και του κριθαριού, για να χορτάσει η οικογένειά του ψωμί. Βέβαια το αποτέλεσμα δεν ήταν πάντα θετικό. Τότε αναγκάζονταν να αγοράσουν στάρι ή έτοιμο αλεύρι.
Στο παρακάτω βίντεο με τίτλο:«Αλωνέματα στην Καλαμαύκα», που δημιούργησε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καλαμαύκας Ιεράπετρας και παραχώρησε στο Μουσείο Λούλη, βλέπουμε τον παραδοσιακό τρόπο καλλιέργειας της γης.






Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Λαϊκές παροιμίες του Ιανουαρίου


  •  Γενάρης κι αν γεννάται, του καλοκαιριού θυμάται
  • Έκαμ' ο Γενάρης Ήλιο!
  • Εγέλασεν ο Γενάρης (παρά το κρύο, ο Ιανουάριος έχει και ημέρες καλοκαιρίας, τις Αλκυονίδες)
  • Αν είν' τα Φώτα σκοτεινά, είναι τα Λάμπρια φωτεινά, αν είναι τα Φώτα φωτεινά, είναι τα Λάμπρια σκοτεινά
  • Τα Φώτα χιονισμένα και η Λαμπρή δροσάτη
  • Όποιος θε να βαμβακώσει, τον Γενάρη να οργώσει
  • Κόψε ξύλο τον Γενάρη και μην καρτερείς φεγγάρι 
 
  • Του Γενάρη η καλουριά (καλοκαιρία) παρά λίγο κοπρισιά
  • Του Γενάρη το φεγγάρι, ήλιος της ημέρας μοιάζει
  • Σαν του Γενάρη το φεγγάρι άλλος μήνας δεν έχει χάρη
  • Το χιόνι του Γενάρη είναι κοπριά και του Μάρτη είν'φωτιά
  • Χιόνια πέφτουν τον Γενάρη; Όλοι οι μύλοι μας θα αλέθουν
  • Χιόνισε μέσα στον Γενάρη; Να οι χαρές του Αλωνάρη
  • Γενάρης χιονιστής, Φλεβάρης βρέχτης
  • Κότα, πίτα τον Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη
  • Αν δεις ήλιο τ' Αη Βασιλιού, βγες να λιαστείς γιατί για σαράντα μέρες δεν θα ξαναδείς λιακάδα
  • Αλλού όμως λένε: Θα έχει τον ίδιο καιρό για σαράντα μέρες που θα έχει την Πρωτοχρονιά
  • Όποιος άνεμος φυσήξει τα Φώτα, αυτός θα διαρκέσει επί πολύ
  • Εάν τα Φώτα φυσήξει βοριάς, ο υπόλοιπος χειμώνας θα είναι ήπιος. Εάν φυσήξει νοτιάς, θα είναι βαρύς                                                                                                                                                                                                                                                                   

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Ηπείρου

 

Η λαϊκή αρχιτεκτονική της Ηπείρου, παρά τις επιμέρους τοπικές μορφολογικές ιδιαιτερότητες, εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις ορεινές περιοχές. Οι μορφές των κτιρίων ενσωματώνονται αρμονικά στο γύρω φυσικό περιβάλλον, ενώ η διάταξή τους στο χώρο, όπως και η επιλογή της χωροθέτησης των οικισμών, γίνονται με κριτήρια το φυσικό ανάγλυφο, τον προσανατολισμό, τη θέα και καθοριστικούς κοινωνικούς λόγους (άμυνα, πολιτικοί, θρησκευτικοί, κ.λ.π. λόγοι).

Δημιουργία των οικισμών

Στην πλειοψηφία τους οι οικισμοί δεν δημιουργούνται από το μηδέν, αλλά προέρχονται από τη σταδιακή συνένωση διάσπαρτων οικιστικών μονάδων - η παραδοσιακή κατοικία ήταν μια μονάδα που στέγαζε την οικογένεια (διευρυμένη
οικογένεια) καλύπτοντας ανάγκες στέγης και εργασίας. Συνήθως οι οικισμοί αποτελούνται από συγγενειακές ομάδες, γεωργοκτηνοτροφικές, οργανωμένες σε μικροκοινωνίες. Υπάρχουν λίγα οργανωμένα τσελιγκάτα τα οποία πλαισιώνονται από μικροκτηνοτρόφους, που εξαρτούν από αυτά την επιβίωση και την αναπαραγωγή τους (Νιτσιάκος 1994). 


 Η μετάβαση στην εξελιγμένη κοινωνική οργάνωση, η οποία προήλθε από τη συνένωση διαφορετικών οικισμών σε ένα κέντρο - διοικητική μονάδα γίνεται κατά την Τουρκοκρατία, για λόγους άμυνας, ασφάλειας, επιβίωσης (οι ανάγκες λειτουργίας του οθωμανικού συστήματος υπαγόρευαν επίσης τη σύσταση κοινοτήτων - έλεγχος, είσπραξη φόρων). Η παραχώρηση προνομίων από τους Τούρκους, εξασφαλίζει την λειτουργία και κοινωνική εξέλιξη των κοινοτήτων. Πιθανά, η πρώτη ενιαία κοινοτική μορφή δημιουργείται τον 17ο αι. Οι ορεινές κοινότητες αποτελούν και καταφύγιο των διωγμένων από τα πεδινά, οικογενειών (Νιτσιάκος 1994). Συχνά, η αυξανόμενη πληθυσμιακή συγκέντρωση δημιουργεί πρόβλημα επιβίωσης (ανεπάρκεια φυσικών πόρων) με αποτέλεσμα το πέρασμα στην τεχνική εξειδίκευση. Έτσι εμφανίζονται ολόκληρα χωριά να εξειδικεύονται σε κάποια τέχνη - οικοδομική, ξυλογλυπτική, ζωγραφική, με την κτηνοτροφία και γεωργία να αποτελούν συμπληρωματικούς πόρους.

Πολεοδομική οργάνωση των οικισμών

Η διάταξη των οικισμών είναι συνήθως, μονοκεντρική - τα κτίρια αναπτύσσονται γύρω από μια κεντρική πλατεία. Κοντά στο κέντρο βρίσκονται τα πλουσιότερα σπίτια, στις αμέσως επόμενες ζώνες τα λαϊκά, ενώ στην περίμετρο του οικισμού κατοικούν οι λιγότερο προνομιούχες κοινωνικές ομάδες - οι γύφτοι συνήθως, οι οποίοι είναι κυρίως οργανοπαίχτες στα τοπικά πανηγύρια. Στη ζώνη αυτή συνυπάρχουν κατοικίες με εργαστήρια (σιδηρουργοί, μαραγκοί, χτίστες, μουσικοί) χωροθετημένα σε εκτάσεις που δεν προσφέρονται για καλλιέργειες (ανήλιαγες πλαγιές), ενώ στα όρια του οικισμού και σε κατάλληλα επιλεγμένα εδάφη βρίσκονται τα χωράφια με τις γεωργικές καλλιέργειες. Γύρω από την κεντρική πλατεία βρίσκονται τα δημόσια κτίρια, τα οποία είναι σημαντικά μεγαλύτερα από τα σπίτια και ιδιαίτερα προσεγμένα στην κατασκευή. Μορφολογικά ακολουθούν τους ίδιους κανόνες δόμησης. Τα δημόσια κτίρια σε συνδυασμό με την πλατεία συνθέτουν το κέντρο της δημόσιας ζωής. Εκεί γίνονται όλες οι κοινωνικές εκδηλώσεις του χωριού, εκεί γίνεται η αγορά και οι εμπορικές συναλλαγές, οι πολιτικές συγκεντρώσεις των κατοίκων, οι γιορτές και οι χοροί. Βασικά κτίσματα που συναντά κανείς στην πλατεία είναι η εκκλησία, το σχολείο, η βρύση και το κοινοτικό κατάστημα (εκκλησίες υπάρχουν και σε άλλα σημεία του οικισμού, σε μικρότερες πλατείες). 


Μέτσοβο https://goo.gl/images

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

Η "λαϊκή" κατοικία

Ελληνική παραδοσιακή κατοικία ονομάζουμε το σύνολο των κατοικιών που κτίστηκαν μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1453) μέχρι τις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (1830). Η μεγάλη ανάπτυξη της ελληνικής παραδοσιακής κατοικίας σημειώθηκε ωστόσο στους δύο τελευταίους αιώνες της ξένης κυριαρχίας και συμβαδίζει με τη γενικότερη οικονομική και πολιτισμική ακμή του ελληνισμού την εποχή αυτή.

Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές κατηγορίες ελληνικών παραδοσιακών σπιτιών: τα νησιώτικα και τα σπίτια της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ανάλογα με την κοινωνική τάξη των κατοίκων τους, διακρίνονται με τη σειρά τους, σε λαϊκά, σε μεσαία (νοικοκυρόσπιτα) και σε αρχοντικά.

O πιο απλός τύπος νησιώτικου σπιτιού είναι το μονόσπιτο, που αποτελείται από ένα μικρό μακρόστενο πέτρινο δωμάτιο με επίπεδη στέγη από χώμα (δώμα). Το μονόσπιτο περιλαμβάνει όλες τις λειτουργίες ενός σπιτιού. Πρώτο σημαντικό στοιχείο του είναι ο σοφάς ή κρέβατος, μια ξύλινη κατασκευή, λίγο πιο ψηλά από το δάπεδο, όπου πάνω της οι άνθρωποι έστρωναν για να κοιμηθούν, ενώ από κάτω αποθήκευαν διάφορα αγαθά. Δεύτερο στοιχείο αποτελεί το τζάκι, που χρησίμευε για θέρμανση και για μαγείρεμα.

Πιο εξελιγμένος τύπος είναι το διώροφο, κατοικία για τη μεσαία τάξη. Πρόκειται για ορθογώνιο σπίτι, όπου στο ισόγειο (κατώι) βρίσκονται οι βοηθητικοί χώροι (στάβλοι και αποθήκες), ενώ οι άνθρωποι ζούσαν στον πάνω όροφο (ανώι). Πολλά σπίτια έχουν επίσης αυλές και βεράντες (ηλιακούς).

Oι πιο εύποροι κατοικούσαν σε αρχοντικά, που ήταν μεγάλα σπίτια με περισσότερη διακόσμηση. Υπήρχαν επίσης και τα πυργόσπιτα στην ύπαιθρο, μόνιμες ή εποχικές οχυρές κατοικίες των μεγάλων κτηματιών.

Στα σπίτια της ηπειρωτικής Ελλάδας διακρίνονται οι ίδιοι τύποι που υπάρχουν και στα νησιά, αλλά, επειδή το κλίμα και οι κοινωνικές-οικονομικές συνθήκες διέφεραν, παρουσιάζονται ορισμένες διαφορές. Έτσι το μονόσπιτο έχει στέγη από κεραμίδια. Το κυριότερο σημείο του χώρου είναι η γωνιά, δηλαδή η εστία, που δίπλα της οι κάτοικοι μαγειρεύουν, τρώνε και κοιμούνται. Στο διώροφο υπάρχει το χαγιάτι, ένας ανοιχτός εξώστης που στεγάζεται με την προεξοχή της στέγης.

Τα αρχοντικά που ξεχωρίζουν ιδιαίτερα είναι αυτά που έκτισαν πλούσιοι έμποροι και τεχνίτες στη Βόρεια και στην Κεντρική Ελλάδα. Είναι μεγαλοπρεπή σπίτια, με χαρακτηριστικούς ξύλινους εξώστες, τα σαχνισιά στον πάνω όροφο. Εκεί βρίσκεται και ο κεντρικός χώρος υποδοχής, ο ηλιακός ή δοξάτο, με χαμηλά παράθυρα και πολύχρωμους γυάλινους φεγγίτες. Βρίσκονται, επίσης, και τα δωμάτια διαμονής της οικογένειας, διακοσμημένα με ξυλόγλυπτα και τοιχογραφίες.

Τα πυργόσπιτα ήταν συνήθως διώροφα, με επάλξεις στο πάνω μέρος, καταχύστρα που προστάτευε την είσοδο και πολλές πολεμίστρες. Ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν οι μανιάτικοι πύργοι που χρησίμευαν μόνο για πόλεμο (πολεμόπυργοι).

Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των ελληνικών παραδοσιακών σπιτιών εξαρτιόνταν από το φυσικό περιβάλλον κάθε τόπου. Στις περισσότερες περιοχές γινόταν συνδυασμός υλικών: ο κύριος κορμός του σπιτιού κατασκευαζόταν από πέτρα, ενώ το ξύλο προοριζόταν για τα δευτερεύοντα μέρη ή για τον πάνω όροφο.



Ο εξοπλισμός της ελληνικής παραδοσιακής κατοικίας

Αρχικά τα σπίτια είχαν ελάχιστα έπιπλα. Συνήθως, οι άνθρωποι κάθονταν στο πάτωμα και έτρωγαν σ’ ένα στρογγυλό χαμηλό τραπέζι, το σοφρά ή τάβλα. Αργότερα άρχισαν να χρησιμοποιούν σταθερούς ξύλινους πάγκους και χαμηλά σκαμνιά. Με την οικονομική ανάπτυξη του 18ου-19ου αιώνα εμφανίστηκαν και κινητά έπιπλα.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η επίπλωση των αρχοντικών της Βόρειας και της Κεντρικής Ελλάδας. Στο εσωτερικό των δωματίων διαμονής υπήρχαν εντοιχισμένα ντουλάπια (μουσάντρες), συνήθως σκαλιστά ή ζωγραφισμένα.
Χρησίμευαν για την αποθήκευση τροφίμων, ρουχισμού και πολύτιμων ειδών. Τα δωμάτια (οντάδες) είχαν επίσης χαμηλούς σοφάδες, όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να κάθονται ή και να κοιμούνται. O κεντρικός χώρος υποδοχής (ηλιακός ή δοξάτο) ήταν περιτριγυρισμένος από χαμηλά συνεχόμενα καθιστικά (μιντέρια).
Κάθε σπίτι διέθετε, οπωσδήποτε, σκεύη για το φαγητό, την αποθήκευση των τροφίμων, τη διακόσμηση του σπιτιού και άλλες χρήσεις. Τα σκεύη αυτά ήταν χάλκινα, ξύλινα και πήλινα. Στα περισσότερα σπίτια υπήρχε και ο αργαλειός, απαραίτητος για την κατασκευή του ρουχισμού της οικογένειας. Δεν έλειπε, εξάλλου, από πουθενά το εικονοστάσι. Όλα τα σπίτια, επίσης, στολίζονταν με υφαντά και κεντήματα.

Η σημασία της ελληνικής παραδοσιακής κατοικίας

Η ελληνική παραδοσιακή κατοικία παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι μόνο για τους αρχιτέκτονες, τους διακοσμητές και τους επιπλοποιούς που έχουν συχνά εμπνευστεί από την αρχιτεκτονική και από τον εξοπλισμό της, αλλά και για τον καθένα μας. Τα παραδοσιακά σπίτια μπορούν να αποτελέσουν έναν πολύτιμο οδηγό για το πώς μπορεί να ταιριάξει το ωραίο με το λειτουργικό στο χώρο της κατοικίας, ακόμα και στις πιο απλές κατασκευές. Αποτελούν, επίσης, πρότυπα «οικολογικού» σπιτιού, δηλαδή ενός σπιτιού που προσαρμόζεται αρμονικά στο φυσικό περιβάλλον του τόπου του, κτισμένο με τα διαθέσιμα υλικά, χωρίς περιττές σπατάλες. Τα περισσότερα εξάλλου από τα σπίτια αυτά θεωρούνται και είναι έργα τέχνης. Τα παραδοσιακά σπίτια αξίζουν, λοιπόν, το σεβασμό και την προσοχή μας και πρέπει όλοι να φροντίζουμε για τη διάσωση και τη διατήρησή τους.
Πηγή:Βιβλίο Οικιακής Οικονομίας Α΄Γυμνασίου




Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Ο μύθος της αμυγδαλιάς



Τα μπουμπούκια της αμυγδαλιάς σκάνε πολύ νωρίτερα απ' ό,τι αυτά των υπολοίπων δέντρων. Τα άνθη της αμυγδαλιάς εκτός από το να δίνουν τη δική τους πινελιά στους πίνακες της φύσης στέλνουν κάθε χρόνο το δικό τους προμήνυμα για την άνοιξη. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που συμβολίζουν την ελπίδα.
Τα εντυπωσιακά άνθη της αμυγδαλιάς κουβαλούν και τους δικούς τους μύθους.

Μύθος 1, η Φυλλίς και η αγάπη που νικά το θάνατο

Ήταν κάποτε στη Θράκη, μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς, η οποία ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα. Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν όταν το καράβι του νεαρού Αθηναίου Δημοφώντα επέστρεφε από την Τροία.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Μάρτης ή Μαρτιά

Μία συνήθεια πολλών ετών, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο με την αυγή της Άνοιξης, είναι η συνήθεια του «Μάρτη» ή «Μαρτιά



Ένα ζευγάρι λεπτών σχοινιών, ένα κόκκινο κι ένα άσπρο περιστρέφονται μεταξύ τους και δένονται στο χέρι, στον καρπό, και μένουν εκεί μέχρι το τέλος του Μάρτη.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, το «Μάρτης» το φορούν κυρίως τα παιδιά για να προστατεύει τα πρόσωπά του από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν.Ο "Μάρτης" φτιάχνεται την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου και φοριέται είτε σαν δαχτυλίδι στα δάχτυλα, είτε σαν βραχιόλι στον καρπό του χεριού. Καμμιά φορά φοριέται ακόμα και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, ώστε να μην σκοντάφτει ο κατοχός του.
"Μάρτη" δεν φορούσαν μόνο οι άνθρωποι. Σε κάποιες περιοχές της χώρας κρεμούσαν την κλωστή όλη τη νύχτα στα κλαδιά μιας τριανταφυλλιάς για να χαρίσουν ανθοφορία, ενώ σε άλλες περιοχές την έβαζαν γύρω από τις στάμνες για να προστατέψουν το νερό από τον ήλιο και να το διατηρήσουν κρύο. Σε άλλες περιοχές το φορούσαν μέχρι να φανούν τα πρώτα χελιδόνια, οπότε και το άφηναν πάνω σε τριανταφυλλιές, ώστε να τον πάρουν τα πουλιά για να χτίσουν τη φωλιά τους. Αλλού πάλι το φορούν ως την Ανάσταση, οπότε και το δένουν στις λαμπάδες της Λαμπρής για να καεί μαζί του. 
Ο «Μάρτης» ή «Μαρτιά» είναι ένα παμπάλαιο έθιμο εξαπλωμένο σε όλα τα βαλκάνια, λόγω της υιοθέτησής του από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι και το διατήρησαν. Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια, επειδή οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων συνήθιζαν να δένουν μια κλωστή, την «Κρόκη», στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι.

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Οι Εποχές


«Η Γη μας έχει κάποιο ελάττωμα εκ γενετής: ο άξονάς της δεν είναι κάθετος στο επίπεδο της τροχιάς της ολόγυρα στον Ήλιο. Θα την είδατε πολλές φορές… στο βιβλίο σας, πώς γυρίζει, πώς διαγράφει αυτή τη μεγάλη έλλειψη: τρέχει γυρτή, με την μπάντα που λένε, κι όχι όρθια, ίσια. Αυτό είναι το ελάττωμά ...και το αποτέλεσμα οι εποχές του έτους...


Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Από την Μεγάλη Παρασκευή στην Ανάσταση

Στοιχεία της Ελληνικής Λαϊκής θρησκευτικότητας

Επιτάφιος στη Νάξο, στο Καστράκι 

Για την ελληνική θρησκευτική λαογραφία, η Μεγάλη Παρασκευή αποτελεί μέρα με ιδιαίτερη θρησκευτική και εθιμική αξία, μέρα ξεχωριστή, την οποία ο ελληνικός λαός τιμά και σέβεται με καθολική αργία και απόλυτη νηστεία. Από εθιμική άποψη μάλιστα, τα έθιμα της ημέρας αυτής συνδέονται τόσο με εκείνα της Μεγάλης Πέμπτης, όσο και με τα ανάλογα του Μεγάλου Σαββάτου. Οι τρεις αυτές μέρες είναι αλληλένδετες στη λαϊκή θρησκευτική συνείδηση και πρακτική, γι’ αυτό και συναναφέρονται και συνεξετάζονται τα έθιμά τους, ως μια χαρακτηριστική εθιμική τριλογία, που οριοθετεί το πέρασμα από το θάνατο στη ζωή, από το Σταυρό στην Ανάσταση.

Η Μεγάλη Παρασκευή είναι ημέρα αργίας απόλυτης, θρησκευτικής κατάνυξης και γενικού εκκλησιασμού για τον ελληνικό λαό. Σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου τα παιδιά πραγματοποιούσαν αγερμό στα σπίτια του χωριού, τραγουδώντας τα πάθη του Χριστού και παίρνοντας ως δώρα αβγά, κουλούρια ή χρήματα. Στη Λέσβο συνήθιζαν να επισκέπτονται εννέα ή δεκατρία ξωκλήσια, να ανάβουν τα καντήλια των εικονισμάτων και να θυμιάζουν. Γενικώς θεωρείται ημέρα αφιερωμένη στους νεκρούς, γι’ αυτό και επισκέπτονται τα κοιμητήρια, στολίζουν με λουλούδια και στέφανα τους τάφους των νεκρών και πραγματοποιούν τρισάγια σε αυτούς.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Πάσχα στην Ελλάδα

Το Πάσχα, η μεγάλη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης, γιορτάζεται με ξεχωριστό τρόπο σε κάθε γωνιά της χώρας και ιδιαίτερα σε ορισμένες περιοχές αναβιώνουν ήθη κι έθιμα που δίνουν ένα ιδιαίτερο "χρώμα" στην εορταστική αυτή περίοδο. Το «κάψιμο του Ιούδα», οι Αλογοδρομίες, οι Αυγομαχίες, η αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης του Εσταυρωμένου και η Ανάσταση σε νεκροταφεία είναι ορισμένες μόνο από τις παραδόσεις που συνεχίζονται σε πόλεις και χωριά.

Πάσχα στην Κεντρική Μακεδονία με επίκεντρο το Άγιο Όρος



Στην Κεντρική Μακεδονία ξεχωρίζει το Πάσχα στο Άγιο 'Ορος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, εκατοντάδες πιστοί καταφθάνουν για να επισκεφτούν την Αθωνική Πολιτεία, εκεί όπου η Ανάσταση είναι ο θεμέλιος λίθος της μοναστηριακής ζωής.




Στη Νέα Μεσημβρία Θεσσαλονίκης, τη Μεγάλη Παρασκευή, οι δύο Επιτάφιοι των ενοριών, μετά την περιφορά τους στους δρόμους, συναντώνται λίγο μετά τις 9 το βράδυ στα νεκροταφεία. Εκεί, οι κάτοικοι ανάβουν κεριά στα αγαπημένα τους πρόσωπα που έχουν φύγει από τη ζωή και «η νύχτα γίνεται μέρα» από το φως των κεριών.

Στις Σέρρες, τη Μεγάλη Παρασκευή, κατά την περιφορά του Επιταφίου αναβιώνει στη συνοικία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, το έθιμο «Αδώνια» Σύμφωνα με το τελετουργικό του εθίμου, όταν ο Επιτάφιος πλησιάζει, κάθε νοικοκυρά τοποθετεί στο κατώφλι του σπιτιού της ένα τραπεζάκι, πάνω στο οποίο έχει τοποθετήσει θυμίαμα και την εικόνα του Εσταυρωμένου, πλαισιωμένη από πασχαλιές και άλλα άνθη.

Επιπλέον, ετοιμάζεται ένα πιάτο με κριθάρι ή φακή, έθιμο που παραπέμπει στους «Αδώνιδος Κήπους». Οι «Αδώνιδος Κήποι» σύμφωνα με τη λαογραφική μας παράδοση, συμβολίζουν τη νιότη που χάνεται γρήγορα και άδικα, όπως και ο Άδωνις που πέθανε από δάγκωμα κάπρου. Στην αρχαιότητα, κατά την πρώτη μέρα του εθίμου γινόταν η αναπαράσταση της κηδείας του και τη δεύτερη μέρα η γιορτή για την ανάστασή του. Σήμερα, οι νοικοκυρές τοποθετούν τα όσπρια και το κριθάρι για να έχουν ευημερία, πλούσιες σοδειές και γεμάτο οικογενειακό τραπέζι.

Την Κυριακή του Πάσχα αναβιώνει στην Καστανούσα Κερκίνης του διευρυμένου δήμου Ηράκλειας, το ποντιακό πασχαλινό έθιμο «αυγομαχίες». Το έθιμο έχει τις ρίζες του στον Πόντο και συμβολίζει την Ανάσταση του Κυρίου και τη σύγκρουση του καλού με το κακό. Βασικός κανόνας του εθίμου είναι η χρησιμοποίηση μόνο αυγών κότας.


Στην Πέλλα, στο χωριό Μαργαρίτα, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, πραγματοποιείται το τοπικό έθιμο Σπάσιμο των Αυγών και προσφέρονται στους επισκέπτες τοπικά παραδοσιακά εδέσματα.

Στην παραλία της Συκιάς, στη Χαλκιδική, διοργανώνεται την τρίτη ημέρα του Πάσχα Αλογοδρομίες στο δημοτικό κάμπινγκ «μύλοι». Οι Αλογοδρομίες είναι ένα έθιμο που έχει βαθιά τις ρίζες του στο χρόνο και αναβιώνει με επιτυχία τα τελευταία χρόνια.
Μετά την καθιερωμένη λειτουργία στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, παραδίδεται η εικόνα μαζί με ευχές από τον ιερέα στους ιππείς, οι οποίοι αναλαμβάνουν ένα είδος λιτανείας, μεταφέροντας την εικόνα από το παρεκκλήσι στο χώρο διεξαγωγής των Αλογοδρομιών.



Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Ο Απρίλιος, ήθη και έθιμα

Ο Απρίλης για τους Έλληνες είναι συνδεδεμένος με την άνοιξη και το Πάσχα. Είναι ο τέταρτος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου και ονομάστηκε έτσι από το λατινικό ρήμα aperio, που σημαίνει ανοίγω, επειδή το μήνα αυτόν ανοίγουν τα πάντα: τα δέντρα, τα λουλούδια, ο καιρός. Είναι ο κατεξοχήν μήνα της άνοιξης και στην Ρώμη ήταν αφιερωμένος στη θεά του έρωτα - την Αφροδίτη.

Την πρωταπριλιά, όπως ξέρουμε, το’χουν καλό να λένε ψέματα, να γελούν κάποιον (κοροϊδεύουν). Γιατί άραγε; Το έθιμο φαίνεται να μην έχει αρχαιοελληνική ρίζα και πιθανότατα ήρθε από την Γαλλία που δημιουργήθηκε το 16ο αιώνα ως εξής: Στην Γαλλία από τον 13ο αιώνα η 1η μέρα του έτους ήταν η 1η Απριλίου. Το 1564 μ.Χ. ο Κάρολος Θ’ μετέθεσε την 1η ημέρα του έτους στην 1η Ιανουαρίου για να συμβαδίζει με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό δυσαρέστησε τους υποστηρικτές της παραδοσιακής τάξης των πραγμάτων. Έτσι αυτοί που δέχτηκαν την αλλαγή πείραζαν τους παλιο-ημερολογίτες με ένα έξυπνο τρόπο: Τους έστελναν την πρώτη Απριλίου ψεύτικα πρωτοχρονιάτικα δώρα-τα αληθινά τα πήγαιναν την 1η Ιανουαρίου- και τους γελούσαν και τους έλεγαν ψέματα. Μια άλλη ερμηνεία έχει σχέση με τους Κέλτες, που άρχιζαν το ψάρεμα στα δικά τους μέρη την 1η Απριλίου. Ψάρια μπορεί να μην έπιαναν, διηγούνται όμως ψεύτικες ιστορίες, όπως όλοι οι ψαράδες και οι κυνηγοί. Γιαυτό και το πρωταπριλιάτικο ψέμα οι Γάλλοι το λένε poison d’avril - δηλαδή «ψάρι του Απρίλη».

Ο Απρίλης στην Ελλάδα. Είναι ο μήνας της άνοιξης με δύο όψεις: μια καλή και μια κακή. 

Η καλή είναι ότι ο καιρός σταθεροποιείται σύμφωνα με το λαό από τις 18 Απρίλη. Για τον καιρό λένε πολλά, όπως:
«Και τ’ Απριλιού στις δεκαοχτώ, πέρδικα κάθεται στο αυγό (δηλαδή ζέστη)»

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Έθιμα και παραδόσεις του Μάρτη




ΜΗΠΩΣ ΞΕΧΑΣΑΤΕ ΝΑ ΦΟΡΕΣΕΤΕ ΜΑΡΤΗ;

Από τη 1η ως τις 31 του Μάρτη, συνηθίζεται να φοριέται στον καρπό του χεριού ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον «Μάρτη» ή «Μαρτιά». Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο «Μάρτης» φοριέται κυρίως από τα παιδιά για να προστατεύει τα πρόσωπά του από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν.

Ο "Μάρτης" φτιάχνεται την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου και φοριέται είτε σαν δαχτυλίδι στα δάχτυλα, είτε στον καρπό του χεριού σαν βραχιόλι. Καμμιά φορά φοριέται ακόμα και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, ώστε να μην σκοντάφτει ο κατοχός του.

"Μάρτη" δεν φορούσαν μόνο οι άνθρωποι. Σε κάποιες περιοχές της χώρας κρεμούσαν την κλωστή όλη τη νύχτα στα κλαδιά μιας τριανταφυλλιάς για να χαρίσουν ανθοφορία, ενώ σε άλλες περιοχές την έβαζαν γύρω από τις στάμνες για να προστατέψουν το νερό από τον ήλιο και να το διατηρήσουν κρύο. Σε άλλες περιοχές το φορούσαν μέχρι να φανούν τα πρώτα χελιδόνια, οπότε και το άφηναν πάνω σε τριανταφυλλιές, ώστε να τον πάρουν τα πουλιά για να χτίσουν τη φωλιά τους. Αλλού πάλι το φορούν ως την Ανάσταση, οπότε και το δένουν στις λαμπάδες της Λαμπρής για να καεί μαζί του.
Ο «Μάρτης» ή «Μαρτιά» είναι ένα παμπάλαιο έθιμο εξαπλωμένο σε όλα τα Βαλκάνια, λόγω της υιοθέτησής του από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι και το διατήρησαν. 
Το έθιμο του «Μάρτη» είναι ένα παμπάλαιο έθιμο εξαπλωμένο σε όλα τα Βαλκάνια. Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια, επειδή οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων συνήθιζαν να δένουν μια κλωστή, την «Κρόκη», στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι.

Οι γιαγιάδες – κυρίως- ή και οι μητέρες κάθε 1η του Μάρτη φοράνε το βραχιολάκι στα μικρά παιδιά για τα προστατεύσουν από ασθένειες γενικά ή «για να μην τα κάψει ο ήλιος» ή για να «μην τα πιάνει το μάτι». Το λευκό συμβολίζει την καθαρότητα και το κόκκινο χρώμα σημαίνει ζωή και πάθος. Σε μια άλλη ερμηνεία το λευκό και το κόκκινο χρώμα τα συναντάμε συχνά στη δεισιδαιμονία όταν είναι να αποτρέψουμε κάποιο κακό.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Καθαρά Δευτέρα


Η Καθαρά Δευτέρα είναι η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της νηστείας του Πάσχα. Από τους λαογράφους θεωρείται ο επίλογος των βακχικών εορτών της Αποκριάς, οι οποίες ουσιαστικά αρχίζουν την Τσικνοπέμπτη και τελειώνουν την Καθαρά Δευτέρα.

Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος την Καθαρά Δευτέρα «καθαρίζουν» ό,τι απόμεινε από τα μη νηστίσιμα φαγητά της αποκριάς, Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως π.χ. στην Ήπειρο, οι νοικοκυρές καθαρίζουν τις κατσαρόλες και όλα τα χάλκινα σκεύη από τα λίπη της αποκριάς με ζεστό σταχτόνερο μέχρι ν’ αστράψουν και βάφουν άσπρα τα πεζοδρόμια.

Το πιάτο της ημέρας περιλαμβάνει νηστίσιμα, ως αποτοξίνωση από το πλούσιο φαγοπότι της Αποκριάς. Χαλβάς, ταραμάς, ελιές, πίκλες, θαλασσινά, φασολάδα, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Τα νηστίσιμα συνοδεύονται από τη λαγάνα, ένα είδος άρτου χωρίς προζύμι, με ελλειπτικό σχήμα και πεπλατυσμένος για να ψήνεται εύκολα. Σχετικός και ο δημοτικός σατυρικός θρήνος:



Τ' ακούτε τι παράγγειλε η Καθαρή Δευτέρα;
Πεθαίν΄ ο Κρέος, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος
σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένεια
Μπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια
και στον τρανό τον πλάτανο, να μάσουμε στεκούλια.


Ο εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας στις εξοχές λέγεται Κούλουμα. Η ετυμολογία της λέξης έχει λατινική (κολούμνα=κολώνα ή κούμουλους=σωρός, κορυφή) ή αλβανική προέλευση (κόλουμ=καθαρός). Στον Δήμο Αθηναίων τα Κούλουμα γιορτάζονται στον Λόφο του Φιλοππάπου, όπως και σε πολλούς Δήμους της χώρας, με προσφορά φασολάδας και νηστίσιμων στους δημότες.

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Η Λαγάνα και η ιστορία της



Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ότι ψωμί άζυμο, όπως η λαγάνα δηλαδή, έφαγαν οι Ισραηλίτες τη νύχτα πριν από την Έξοδο από την Αίγυπτο. 

Γιατί η λαγάνα είναι πλατιά; Διότι έτσι πρέπει να είναι και οι χριστιανοί, λέει η παράδοση, να μην «φουσκώνουν» από έπαρση και αλαζονεία!

Γιατί την πρώτη ημέρα της Μεγάλης Σαρακοστής θα πρέπει να τρώμε άζυμο ψωμί; Διότι η απουσία ζύμωσής του συμβολίζει την καθαρότητα της ψυχής. Η ζύμωση αλλοιώνει τα αρχικά συστατικά του ψωμιού. Όχι μόνον την Καθαρά Δευτέρα αλλά και σε όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής απαγορεύεται η χρήση ένζυμου ψωμιού.

Το αζύμωτο ψωμί δηλώνει και κάτι άλλο: Ότι δεν τρώμε για την ευχαρίστησή μας, αλλά για να συντηρηθούμε…Η καθιέρωση του εθίμου χάνεται στα βάθη των αιώνων!


Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Ο Χειμώνας


Τι καλά που ’ναι στο σπίτι μας τώρα που όξω πέφτει χιόνι! 

Το μπερντέ παραμερίζοντας, τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι 

να σκεπάζει όλα τα πράγματα: δρόμους, σπίτια, δέντρα, φύλλα. 

Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση μαζεμένη τόση ασπρίλα! 

Καρυωτάκης - "Χιόνι"