Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Τα δέντρα στη λαϊκή παράδοση των Ελλήνων




Tα Δέντρα, λέει μια παράδοση, «έχουνε ψυχή κι ακούνε και νιώθουνε… Γι’ αυτό, λένε, μια βολά που κοβ’ ένας ένα δέντρο, τ’ άκουγε που βόγγαγε κάθε τσεκουριά που το βάραγε. Και το παράτησ’ ο άνθρωπος και το ‘βανε στα πόδια.».
H αφήγηση, που με πλήθος παραλλαγές συναντιέται σχεδόν σε όλους τους λαούς και εποχές, δεν αποσκοπεί μόνο να συνετίζει όσο, κυρίως, να μεταφέρει το αρχέγονο δέος και τον επιβαλλόμενο σεβασμό προς ένα ξεχωριστό πλάσμα της φύσης.
H ιδέα ότι το δέντρο ανήκει στην αμφίβολη και υποβλητική σφαίρα ύπαρξης ανάμεσα στον κόσμο των έμψυχων και στο φυτικό κόσμο, είναι παλαιότατη. Ήταν ήδη αρχαία όταν, στις αρχές του 3ου αι. π.X., ο Καλλιμάχος έγραφε τον Ύμνο στη θεά Δήμητρα: «Tις μοι καλά δένδρεα κόπτει;», ρωτά η θεά – ποιος είναι ο βέβηλος που κόβει την ιερή βελανιδιά της; Ήταν ο Eρυσίχθων, που είχε μπει το ιερό άλσος της, όπου υπήρχαν «πίτυς, μεγάλαι πτελέαι και όχναι» – πεύκα, φτελιές μεγάλες και αχλαδιές. Στα χτυπήματα του τσεκουριού η βελανιδιά, δέντρο πελώριο με κορμό δεκαπέντε οργιές χοντρό, αναστέναξε κι από την πληγή έτρεξε αίμα και η νύμφη που ζούσε μέσα του, πεθαίνοντας μαζί του, προέβλεψε την τιμωρία του ιερόσυλου Ερυσίχθονα, που ήταν να δέρνεται ακατάπαυστα από αιώνια πείνα.
Η ανάθεση δένδρων και αλσυλλίων ή δασών σε ιερά αποτελεί έμμεση πρόνοια για την προστασία τους από την αλόγιστη ξύλευση. Η σύνδεση των δέντρων με θεούς, ημίθεους και νύμφες απηχεί αυτήν την πρόνοια, τον σεβασμό και την αγάπη προς τα δέντρα, που, βουβά καθώς είναι, δεν μπορούν να υπερασπιστούν την ύπαρξή τους. Τα δέντρα που ανήκαν σε ιερά από την αρχαιότητα, εκκλησιαστικά και μοναστηριακά δέντρα στα χριστιανικά χρόνια, προστατεύονταν από την κοπή και την κακοποίηση. Oι παραδόσεις τονίζουν εμφατικά την τιμωρία των βέβηλων.


Δέντρα στοιχειωμένα

Kάθε που γίνεται λόγος για δέντρα με ψυχή ο νους πάει στη «Βασιλική δρυ» του Παπαδιαμάντη, στο «…περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον… την άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσαν της δρόσου…», με την «κορυφήν της βαθύκομον ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον», αυτό που στο εναργές όνειρό του το είδε ο Σκιαθίτης ως γυναίκα, «κόρη ερατεινή, Αμαδρυάδα» ενσαρκωμένη στην πελώρια βελανιδιά. O αφανισμός του δέντρου από τον «σχωρεμένο το Βαργένη, που δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του, όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα…» είχε σαν αποτέλεσμα «σαν το ‘κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε. Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο.».
O Ν. Γ. Πολίτης διασώζει ανάλογη παράδοση για τη νεράιδα της ιτιάς, από την Αλωνίσταινα Μαντινείας: «Στης Μηλιάς τον κάμπο, στ’ αμπέλια κοντά στην Τουρκόβρυση, ήτανε νια ετιά. Ο συχωρεμένος ο Δημητράς… ανέβηκ’ ένα μεσημέρι να κόψει κλάρες… Ήτανε μοναχός, κι έκοψε δυο τρεις κλάρες, ακούει και σειέται η ετιά και σκούζει, «Ωχ! Εγώ ‘μαι, η ετιά. Γιατί με κόβεις; Βάνε στη στιγμή τούς κλώνους στη θέση τους». Ο άνθρωπος που άκουσε το δέντρο να μιλάει, εκατέβηκε λιγοθυμισμένος. Σε τρεις μέρες επέθανε…» (Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 178-9, αρ. 326).
«Τα μεγάλα και παλαιά δέντρα είναι στοιχειωμένα, και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθωνται πολλήν ώρα από κάτω σ’ αυτά, ή να κοιμούνται στον ήσκιο των, για να μην πάθουν. Και όταν κόβουν κανένα απ’ αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν μπρούμυτα καταγής και δε βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου, όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί, και καθώς είναι αγανακτισμένη, να τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση, όταν κόβουν βάνουν μια πέτρα για να εμποδιστεί να μην έβγει με ορμή η ψυχή του δέντρου. Τι αλλιώς θα τους κάμει κακό και θα τους κοψομεσιάσει…» (ό.π., σ. 177-178, αρ. 324).

                                           


Παραδόσεις για δένδρα βαρυήσκιωτα

Κι ας γείρει ο πόθος σου βαρύς σαν ήσκιος καρυδιάς (Σεφέρης)

Δέντρα καρπερά και άκαρπα, γερά και ευπαθή, όμορφα, ευωδιαστά, καλοήσκιωτα αλλά και βρωμερά ή βαρυσήσκιωτα, δέντρα που βλαστάνουν και θάλλουν από ξερά κλαδιά, δέντρα αειθαλή και φυλλοβόλα, ευθυτενή και σκυφτά, αυχμηρά και βελούδινα, δάση σιωπηλά και μοναχικά, βαθιά ριζωμένα στη γη από την οποία τρέφονται και ζουν. Οι ιδιότητες των δέντρων και των καρπών τους έχουν δημιουργήσει γενικότερα πολλές δοξασίες και παραδόσεις, στην προσπάθεια των ανθρώπων να δώσουν εξήγηση. Η συκιά, η καρυδιά, η ακακία με τους βαρείς χυμούς που διατρέχουν τις φλέβες τους δημιουργούν ίσκιο βαρύ και ανθυγιεινό.


Στοιχειωμένα δέντρα

Εις το χωριό της Λέκας ευρίσκονται πολλά πλατάνια, μεγάλα και φουντωτά, αλλά κανείς δεν τολμά να βάλει επάνω τους πελέκι ή πριόνι. Μια φορά ηθέλησε ένας γεωργός να κόψει έν’ από τα πλατάνια, αλλά το στοιχειό του δέντρου τον εσκότωσε» (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 177, αρ. 323).

«Τα μεγάλα και παλαιά δέντρα είναι στοιχειωμένα, και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθωνται πολλήν ώρα αποκάτω σ’ αυτά, ή να κοιμώνται στον ήσκιο των, για να μην πάθουν. Και όταν κόβουν κανένα απ’ αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν προύμυτα καταγής και δε βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου, όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί, και καθώς είναι αγαναχτισμένη τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση όταν κόβουν βάνουν μια πέτρα για να εμποδιστεί να μην έβγει με ορμή η ψυχή του δέντρου. Τι αλλιώς θα τους κάμει κακό και θα τους κοψομεσιάσει και θα έχουν δυνατούς πόνους στη μέση» » (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 177-178, αρ. 324).






Το στοιχειό του δέντρου

Η δοξασία ότι όποιος φυτέψει δέντρο θα πεθάνει, όταν αυτό μεγαλώσει και ο κορμός του γίνει όσος και η περίμετρος της μέσης του, έχει ευρύτατη διάδοση, ιδιάιτερα για δέντρα που θεωρούνται στοιχειωμένα, όπως η καρυδιά.

«Πολλά δέντρα θεριακωμένα και μοναχικά είναι στοιχειωμένα, και τα φυλάνε το καθένα το στοιχειό του, γι αυτό κανείς δεν κοττάει να τα πειράξει. Και γνωρίζεται εύκολα ποιο δέντρο στοιχειώνει, γιατί πρόωρα μεγαλώνει και δυναμώνει πολύ. Όποιος φυτέψει τέτοιο μεγάλο δέντρο θα πεθάνει, γιατί χωρίς άλλο θα τον πνίξει το στοιχειό».

Οι δοξασίες για δέντρα καλά και κακά, καλοήσκιωτα και βαρυήσκιωτα οδηγούν σε ανάλογες προλήψεις και δεισιδαιμονίες:

• Δεν είναι καλό κανένας να κοιμηθεί κάτω από συκιά γιατί έχει κακόν ήσκιο .

• Όταν τα παιδιά έχουν σκυλλόβηχα (κοκκύτη) τα περνούν από μια τρύπια καρυδιά και δένουν και ένα κομμάτι πανί στην καρυδιά.

• «Αποδεμό κάνουν οι γυναίκες. Κατεβαίνουν στην ποταμιά, παίρνουν κλάδους ιτιάς, τους δένουν με χόρτο κι έτσι αποδένουν τον άντρα που θέλουν να αποδέσουν. Κι όταν θέλουν να λύσουν τον αποδεμό, λύνουν τους κλώνους της ιτιάς ή δίνουν στον αποδεμένο να φορέση δαχτυλίδι πεθαμένου» .
Yπήρχε επίσης η δοξασία ότι όποιος φυτέψει στοιχειωμένο δέντρο θα πεθάνει: «Πολλά δέντρα θεριακωμένα και μοναχικά είναι στοιχειωμένα, και τα φυλάνε το καθένα το στοιχειό του, γι’ αυτό κανείς δεν κοττάει να τα πειράξει. Και γνωρίζεται εύκολα ποιο δέντρο στοιχειώνει, γιατί πρόωρα μεγαλώνει και δυναμώνει πολύ. Oποιος φυτέψει τέτοιο μεγάλο δέντρο θα πεθάνει, γιατί χωρίς άλλο θα τον πνίξει το στοιχειό.».

Τέτοιο δέντρο είναι η καρυδιά, που με τους βαρείς χυμούς που διατρέχουν τις φλέβες της κάνει -όπως και η συκιά κι η ακακία- ίσκιο βαρύ και ανθυγιεινό. Tη βαραίνει, λέει, κατάρα, γιατί «… μαθές, σαν κρεμάσανε τον Χριστό ο Ιούδας ένιωσε τι πράμα είχε καμωμένο και δεν τ’ άντεξε η καρδιά του. Είδε και απόειδε, λέει, και πήε να κρεμαστεί. Δω-κει, δω-κει βρίσκει μια γερή καρυδιά και δένει το σκοινί και κρεμιέται. Κι’ από τότενες, λένε, η καρυδιά έχει ήσκιον βαρύ.» αλλά και τη συκιά «…τηνε καταράστηκε κι ο Χριστός ο ίδιος… Μια βουλά ο Χριστός πάγαινε στη στράτα με τους μαθητές του. Δεν είχανε κουμάντο (φαγητό μαζί τους). Πείναε ο Χριστός και ζύγωσε σε μια συκιά να φάει κάνα σύκο. Τηράει δω, τηράει κει ολόυρα το δέντρο, μα δε βρίσκει σύκο πουθενά. Και τότενες, λέει, την καταράστη, κι η συκιά ξεράθηκε. Κι από τότενες, λέει, ο ήσκιος της συκιάς είναι βαρύς κι άμα πας να γύρεις ‘πο κάτου σε πιάνει το κεφάλι».





H δύναμη του «στοιχειού»


Κλαδιά δέντρων, διαφορετικά κατά περίσταση, χρησιμοποιούνται στη διάρκεια της χρονιάς για στολισμό, επίτευξη γονιμότητας, προστασία από τη βασκανία και γενικά για ευεργετική επίδραση σε ανθρώπους, ζώα και κτήματα. H ελιά, σύμβολο μακροβιότητας, γονιμότητας και ευτυχίας, εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη χρήση στα κρίσιμα περάσματα του κύκλου της ανθρώπινης ζωής (γέννηση και θάνατο) αλλά και του κύκλου του χρόνου: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πρωτομαγιά κ.λπ. Αλλά και το πουρνάρι, η καρυδιά, η κρανιά, η μηλιά κ.ά. χρησιμοποιούνται επίσης στον ετήσιο κύκλο.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, αρχή του Δωδεκαήμερου, στα σπίτια άναβαν και κρατούσαν συνεχώς αναμμένη όλο το Δωδεκαήμερο, τη φωτιά στην εστία για να διώχνει τους καλλικάντζαρους. Διάλεγαν ξύλα που αργούν να καούν, ακόμη και χλωρά, και τα «πάντρευαν». O αριθμός τους συμβολίζει τον νοικοκύρη του σπιτιού ή το αντρόγυνο κ.λπ. Στα Άγραφα «… βάνουν ξύλο αγριοκερασιάς για στοίχειωμα της νοικοκυράς και κέδρου για στοίχειωμα του νοικοκύρη…»· στη Λευκάδα, αφού τοποθετήσουν στη γωνιά δυο ξύλα (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό, και ένα με παραφυάδες, θηλυκό), χύνουν επάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και κρασί ψάλλοντας… «Ευλογητός ει, Κύριε», (ο νοικοκύρης) ανάβει τα ζευγαρωμένα ξύλα.

Tην Πρωτοχρονιά, στην Ήπειρο ρίχνουν στη φωτιά κλαδί πρίνου, λέγοντας: «… Όσα φύλλα και κλαριά, τόσα γρόσια και φλουριά.», ενώ στη Μάδυτο «θέτουν κλάδον ελαίας ως σημείον υγείας, φλουριά ως σημείον ευτυχίας…». Στην Κίο το βράδυ της παραμονής «… ο νοικοκύρης (έπαιρνε) το κλωνί το ελαιόδεντρο… και το κάρφωνε στον άγιο Βασίλη (την ψημένη πίττα) επάνω κ’ έλεγε: «Χρόνια πολλά. Με το καλό να μπη άη Βασίλης…»».


Kατά τη διάρκεια των πρωτοχρονιάτικων αγερμών, στην περιφέρεια Αδριανουπόλεως τα παιδιά γύριζαν τα σπίτια μ’ ένα κλαδί κρανιάς (σουρβάκι) και σούρβιζαν, δηλ. κτυπούσαν τον νοικοκύρην και τους οικείους εις την ράχιν, λέγοντας: «Σούρβα, σούρβα, γερό κορμί, γερό κορμί, γερό σταυρί…». Στη Σινώπη «μόλις ξημερώση την Αρχιχρονιά… ένα κορίτσι έπαιρνεν ένα κομμάτι δάφνα κ’ επήγαινε στα συγγενικά σπίτια να καλαγγιάση το οτσάκι… Πήγαινε ίσια στο τζάκι, έρριχνε τη δάφνα μέσ’ στη φωτιά και καούντανε κ’ έλεγε: «Και του χρόνου, καλές δουλειές»…».
Tην ημέρα των Βαΐων, για να στολίσουν τις εκκλησίες και να μοιράσουν τα βάγια στους εκκλησιαζόμενους, χρησιμοποιούν δάφνες, φοίνικες και ελιές. Στο Λοζέτσι της Ηπείρου, «όσες νύφες γίνουν τη χρονιά μέσα, όλες θα παν του Λαζάρου για τα βάγια. Κάθε νύφη στολίζεται με πράσινο φόρεμα, σαν το χρώμα της βάγιας, και με κόκκινη μάλλινη φούστα από μέσα… Πριν να κινήση η νύφη με τη συνοδεία της, έχει στείλει την κουνιάδα της και την αδερφή της, κορίτσια ανύπαντρα -όχι παντρεμένα, να ‘χουν και μάννα και πατέρα- και πηγαίνουν στο λόγγο. Κόβουν ένα φόρτωμα βάγια… και τα πηγαίνουν (τραγουδώντας) στ’ Αλωνάκι, όπου περιμένουν οι νύφες…».

Tο μαγιόξυλο

Tην Πρωτομαγιά σε πολλά μέρη συνηθίζεται το κύλισμα γυναικών και κοριτσιών πάνω στη χλόη, η περίζωση της μέσης με λυγαριά κ.ά., και ο εναγκαλισμός χονδρών δένδρων. Στη Μεσημβρία «οι γυναίκες τη πρωτομαγιά γέντασ’ παρέες – παρέες… και χορεύανε, τραβουδούσανε κ’ ένα: Καλόγερε τ’ αδράχτια σου και άλλα τραβούδια, που ελέγανε και τις αποκριές… Είχανε και μια βηλάρα (φαλλόν) καμωμένη με ξύλο, τη στολίζανε με πρασινάδες και με λουλούδια και τη σερβίριζε η μια στην άλληνα και την λέγανε Μάιο».
Στην Κοζάνη «κόπτουν λυγαριάν και την τυλίσσουν περί την οσφύν, διά να γίνουν ευλύγιστοι, αγκαλιάζουν χονδρά δένδρα, διά να παχύνουν και ζήσουν, ως εκείνα, πολλά έτη». Αλλού, τα παιδιά ή και άνδρες γυρνούν την Πρωτομαγιά από σπίτι σε σπίτι κρατώντας το «μαγιόξυλο», κλαδί από κυπαρίσσι ή άλλο δένδρο, ή περιάγουν το «Mαγιόπουλο», άνδρα ή παιδί στολισμένο με άνθη. Στην Πάργα «… γύριζαν τα σπίτια και τραγουδούσαν το τραγούδι του Μαΐου, στεφανωμένα με λουλούδια και κρατώντας στα χέρια τους μεγάλους κλώνους πορτοκαλιάς ή νεραντζιάς, γεμάτους άνθη…».Tης Πεντηκοστής στη Θράκη «καθανίνας παγαίν’ στην εκκλησιά μ’ ένα κλωνί καρυδιά στο χέρ’, για να το βάν’ να γονατίσ’ απάν’. Είναι η μέρα που περνάνε οι ψυχές τση Τρίχας το ιοφύρ’ κι όσες είναι καθαρές μπαίν’ νε στο παράδεισο, ειδεμή πέφτ’νε μέσ’ στ’ κόλασ’».


[Αικ. Πολυμερου-Kαμηλάκη, Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Καθημερινή.24grammata.com]








Παραδόσεις για δένδρα βαρυήσκιωτα  
Κι ας γείρει ο πόθος σου βαρύς σαν ήσκιος καρυδιάς (Σεφέρης)
Δέντρα καρπερά και άκαρπα, γερά και ευπαθή, όμορφα, ευωδιαστά, καλοήσκιωτα αλλά  και βρωμερά  ή βαρυσήσκιωτα, δέντρα που βλαστάνουν και θάλλουν από ξερά κλαδιά, δέντρα  αειθαλή και φυλλοβόλα, ευθυτενή και σκυφτά, αυχμηρά και βελούδινα, δάση σιωπηλά και μοναχικά, βαθειά ριζωμένα στη γη από την οποία τρέφονται και  ζουν. Οι ιδιότητες των δέντρων και των καρπών τους έχουν δημιουργήσει γενικότερα πολλές δοξασίες και παραδόσεις, στην προσπάθεια των ανθρώπων να δώσουν εξήγηση. Η συκιά, η καρυδιά, η ακακία με τους βαρείς χυμούς που διατρέχουν τις φλέβες τους δημιουργούν ήσκιο βαρύ και ανθυγιεινό.
Στοιχειωμένα δέντρα
Εις το χωριό της Λέκας ευρίσκονται πολλά πλατάνια, μεγάλα και φουντωτά, αλλά κανείς δεν τολμά να βάλει επάνω τους πελέκι ή πριόνι. Μια φορά ηθέλησε ένας γεωργός να κόψει έν’ από τα πλατάνια, αλλά το στοιχειό του δέντρου τον εσκότωσε» (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 177, αρ. 323).
«Τα μεγάλα και παλαιά δέντρα είναι στοιχειωμένα, και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθωνται πολλήν ώρα αποκάτω σ’ αυτά, ή να κοιμώνται στον ήσκιο των, για να μην πάθουν. Και όταν κόβουν κανένα απ’ αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν προύμυτα καταγής και δε βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου, όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί, και καθώς είναι αγαναχτισμένη τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση όταν κόβουν βάνουν μια πέτρα για να εμποδιστεί να μην έβγει με ορμή η ψυχή του δέντρου. Τι αλλιώς θα τους κάμει κακό και θα τους κοψομεσιάσει και θα έχουν δυνατούς πόνους στη μέση» » (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 177-178, αρ. 324).

Το στοιχειό  του δέντρου
Η δοξασία ότι όποιος φυτέψει δέντρο θα πεθάνει, όταν αυτό μεγαλώσει και ο κορμός του γίνει όσος και η περίμετρος της μέσης του, έχει ευρύτατη διάδοση, ιδιάιτερα για δέντρα που θεωρούνται στοιχειωμένα, όπως η καρυδιά.
«Πολλά δέντρα θεριακωμένα και μοναχικά είναι στοιχειωμένα, και τα φυλάνε το καθένα το στοιχειό του, γι αυτό κανείς δεν κοττάει να τα πειράξει. Και γνωρίζεται εύκολα ποιο δέντρο στοιχειώνει, γιατί πρόωρα μεγαλώνει και δυναμώνει πολύ. Όποιος φυτέψει τέτοιο μεγάλο δέντρο θα πεθάνει, γιατί χωρίς άλλο θα τον πνίξει το στοιχειό».
Οι δοξασίες για δέντρα καλά και κακά, καλοήσκιωτα και βαρυήσκιωτα οδηγούν σε ανάλογες προλήψεις και δεισιδαιμονίες:
• Δεν είναι καλό κανένας  να κοιμηθεί  κάτω από συκιά γιατί έχει κακόν ήσκιο .
• Όταν τα παιδιά έχουν σκυλλόβηχα (κοκκύτη) τα περνούν από μια τρύπια καρυδιά και δένουν και ένα κομμάτι πανί στην καρυδιά.
•  «Αποδεμό κάνουν οι γυναίκες. Κατεβαίνουν στην ποταμιά, παίρνουν κλάδους ιτιάς, τους δένουν με χόρτο κι έτσι αποδένουν τον άντρα που θέλουν να αποδέσουν. Κι όταν θέλουν να λύσουν τον αποδεμό, λύνουν τους κλώνους της ιτιάς ή δίνουν στον αποδεμένο να φορέση δαχτυλίδι πεθαμένου» .

Δέντρα, κλαδιά, στεφάνια στον κύκλο του χρόνου και της λατρείας

Κλαδιά δέντρων, ανάλογα με την περίσταση, χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της χρονιάς για στολισμό, επίτευξη γονιμότητας, αποτροπή επιβλαβών ζωυφίων, προστασία από τη βασκανία και γενικά για ευεργετική επίδραση σε ανθρώπους, ζώα και κτήματα. Έτσι η ελιά σύμβολο μακροβιότητας, γονιμότητας και ευτυχίας εξαιτίας του αειθαλλούς της φυλλώματος και του εξαιρετικά θρεπτικού και υγιεινού καρπού της, χρησιμοποιήθηκε και εξακολουθεί να έχει την μεγαλύτερη χρήση στα χαρακτηριστικά περάσματα του ανθρώπινου κύκλου της ζωής, από τη γέννηση ώς το θάνατο, αλλά και στον κύκλο του χρόνου, από τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, την Πρωτομαγιά, και σε κάθε περίπτωση που ένα κλωνάρι της συμβολίζει την ευετηρία και τη μακροβιότητα. Αλλά και το πουρνάρι (δρυς, δέντρο), η καρυδιά, η κρανιά, η μηλιά κ.ά. χρησιμοποιούνται εθιμικά για τον αποχρωμα-τισμένο τελετουργικά στολισμό των σπιτιών κατά τη διάρκεια του χρόνου.

Το πάντρεμα της φωτιάς

Την παραμονή των Χριστουγέννων επειδή πιστεύουν ότι με την έναρξη του Δωδεκαημέρου, οι καλλικάντζαροι ανεβαίνουν πάνω στη γη, αφήνοντας στην ησυχία του το δέντρο της ζωής να αναβλαστήσει, και επιδιώκουν να δημιουργήσουν προβλήματα στους ανθρώπους, οι ένοικοι του σπιτιού προσπαθούν να κρατούν αναμμένη τη φωτιά στην εστία. Επιλέγουν μάλιστα ξύλα δέντρων που αργούν να καούν, ακόμη και χλωρά, και τα «παντρεύουν». Και ο αριθμός των ξύλων ή το είδος του δέντρου συμβολίζει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού ή το αντρόγυνο ή το αντρόγυνο και τον κουμπάρο.

Στα Άγραφα «Την παραμονή των Χριστουγέννων παντρεύουν τη φωτιά τους. Βάνουν ξύλο αγριοκερασιάς για στοίχειωμα της νοικοκυράς και κέδρου για στοίχειωμα του νοικοκύρη. Και τα βάνουν χλωρά στη φωτιά, για να καούν». Στην Κέρ-κυρα βάζουν και τρίτο ξύλο, που συμβολίζει τον κουμπάρο, ενώ στη Λευκάδα ο νοικοκύρης, αφού τοποθετήσουν στη γωνιά δυό ξύλα, (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό, και ένα με παραφυάδες, θηλυκό) χύνουν επάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και λίγο κρασί, ψάλλοντας δ’ αμέσως το «Ευλογητός ει, Κύριε», ανάβει τα ζευγαρωμένα ξύλα. Έτσι γίνεται το πάντρεμα της γωνιάς. Στη Θράκη «ο σπιτονοικοκύρης κόβει τρία ξύλα τριών λογιών ίσαμε ένα μέτρο, απού δέντρα π’ κάνουν καρπό, και τα βάζ’ στου τζάκι απού βραδύς του Χριστού θα καίουνται απού λίγου, ώς την παραμονή των Φώτων».

Η φωτιά των Χριστουγέννων και του Δωδεκαημέρου συγκεντρώνει την οικο-γένεια γύρω από την εστία, όπου και μαντεύει με φύλλα χλωρά ελιάς ή καρυδιάς ή δάφνης ή σούρβα ή κουκούτσια από κρανιές ή φύλλα πρίνου την εξέλιξη της υγείας και ευτυχίας των μελών της και του σπιτιού (υγεία ή θάνατο, ευφορία ή αφορία).

Στην Καστοριά, το βράδυ της παραμονής ανάβουν στο τζάκι τη μεγαλύτερη φω-τιά βάζουν τη μεγαλύτερη «κουρφάδα» (=χοντρό κορμό) δέντρου, «για να φασκιώσ’ η αρκούδα». Στη Ήπειρο την Πρωτοχρονιά συνηθίζουν να ρίχνουν στη φωτιά κλαδί πρίνου, λέγοντας τα εξής:

Καλημέρα κι άη Βασίλης / με τον πέρναρο στα χέρια /
με το διάφορο στο σπίτι / όσα φύλλα και κλαριά, /
τόσα γρόσια και φλουριά.

Στην Κερασούντα του Πόντου την ημέραν των Χριστουγέννων, περί τα ξημερώματα, τα κορίτσια κατέβαιναν στην παραλία, μάζευαν πετραδάκια και τα σκόρπι-ζαν στο σπίτι. Επίσης έσχιζαν λεπτοκάρυα και τα περνούσαν στα φύλλα κλάδου ελιάς και τα κρεμούσαν στο εικονοστάσι καθώς και στις αυλόθυρες και τα εργαστήρια.


Εκτός από την ελιά κατά τη διάρκεια των αγερμών τα παιδιά κρατούσαν κλαδιά κρανιάς, δένδρου με ιδιαίτερα γερό ξύλο. Στην περιφέρεια Αδριανουπόλεως «το πρωϊ της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά, ηλικίας 12-15 ετών, γύριζαν τα σπίτια μ’ ένα κλαδί κρανιάς (σουρβάκια) και σούρβιζαν, δηλ. κτυπούσαν τον νοικοκύρην και τους οικείους εις την ράχιν, λέγοντα: «Σούρβα, σούρβα, γερό κορμί, / γερό κορμί, γερό σταυρί/. Σαν ασήμι, σα κρανιά / και την χρόν’ γούλ’ γεροί / και καλόκαρδοι !» Αλλού το κλωνάρι της κρανιάς περιτυλίσσουν με χρωματιστές κλωστές και κορδέλλες; Στο Κωστί «κόφτανε ένα κλωνάρι πράσινο ακρανιά και τυλίζασι τη ζώνη την ασημένια, που φορούσαν οι μάννες τους. Έτσι το παιδί πήγαινε πα στο σπίτι με τ’ ασήμι».

Αλλού «μόλις ξημερώση την Αρχιχρονιά, σκοτεινά – σκοτεινά ακόμη, ένα κορίτσι έπαιρνεν ένα κομμάτι δάφνα κ’ επήγαινε στα συγγενικά σπίτια να καλαγγιάση το οτσάκι. Έπρεπε να πάη πρώτη ν’ ανοίξη αυτή την πόρτα. Πήγαινε ίσια στο τζάκι, έρριχνε τη δάφνα μέσ’ στη φωτιά και καούντανε κ’ έλεγε: «Και του χρόνου, καλές δουλειές».

Βάγια, ελιές, φοίνικες. Οι κλάδοι των Βαΐων

Για να στολίσουν τις εκκλησίες την ημέρα των Βαϊων και να μοιράσουν τα βάγια στους εκκλησιαζομένους χρησιμοποιούν δάφνες, φοίνικες και ελιές, μυρτιές. Στο Λοζέτσι της Ηπείρου «όσες νύφες γίνουν τη χρονιά μέσα, όλες θα παν του Λαζάρου για τα βάγια. Κάθε νύφη στολίζεται με πράσινο φόρεμα, σαν το χρώμα της βαγιάς, και με κόκκινη μάλλινη φούστα από μέσα. Φορεί και κεντητά τσαρούχια, κόκκινα με ωραίες φουντίτσες, καινούργια, και άσπρες κάλτσες. Προσκαλεί πρωτύ-τερα όλες τις συγγένισσές της, κάνουν ρυζόπιττα, ψήνουν φασούλια, παίρνουν ελιές, χαλβά, παίρνουν κ’ ένα βουτσέλι κρασί κι άλλο ένα νερό και πηγαίνουν στ’ Αλωνάκι (ένα ισάδι του βουνού) κ’ εκεί κάθονται. Πριν να κινήση η νύφη με τη συνοδεία της, έχει στείλει την κουνιάδα της και την αδερφή της, κορίτσια ανύπαντρα – όχι παντρεμένα, να’ χουν και μάννα και πατέρα – και πηγαίνουν στο λόγγο. Κόβουν ένα φόρτωμα βάγια και τα ζαλώνονται και τα πηγαίνουν στ’ Αλωνάκι, όπου περιμένουν οι νύφες. Στο δρόμο τραγουδούν:

«Όλες οι δάφνες είν’ εδώ 
κι όλες δαφνολογιούνται,
και νια βεργούλα δεν είν’ δω,
πάει στη βρύση για νερό κτλ.»


Κούνιες από δέντρο χλωρό και δυνατό

Κούνια, ροδάνη (Καστορία), τα τουλάπια (Σινώπη) κλπ. στήνεται το Πάσχα σε ανοιχτό χώρο και από δέντρο δυνατό που έχει βλαστήσει. Συνήθως κουνιούνται οι ανύπαντρες κοπέλλες στις οποίες απευθύνονται και τα δίστιχα:

«Κουνήσετε τις έμορφες, κουνήσετε τις άσπρες,
κουνήσετε τις λεμονιές, που’ ναι ανθούς γεμάτες».

Αλλά και τα παιδιά κατά την εορτή της Πεντηκοστής, στα Ρουσάλια περιφέρονται από σπίτι σε σπίτι με ένα σταυρό στολισμένο με λουλούδια στην κορυφή μιας σημαίας και τραγουδούν: Π.χ. στα Μέγαρα:

Να σας πούμε τα Ρουσάλια; / - Πέστε τα, βρε παλληκάρια. / …
Κάτω σ’ ένα περιβόλι / δάφνη και μηλιά μαλώνει. /
Δάφνη, πήρες μου κλωνάρι, / να με πάρη το ποτάμι, /

Στεφάνι της πρωτομαγιάς

Η αναζήτηση κλαδιού από δέντρο δυνατό για την κατασκευή του σκελετού του μαγιάτικου στεφανιού ήταν η πρώτη μέριμνα και ακολουθούσε η συλλογή ανθέων για την κατασκευή του. Η αναζήτηση φυτών ή ανθέων με θαυμαστές ιδιότητες απέβλεπε στην συγκέντρωση ευεργετικών ιδιοτήτων στο στεφάνι του Μάη που κρεμούσαν στο ανώφλι του σπιτιού. Έτσι το ξύλο της κρανιάς ή της μουριάς χρησίμευε για τον σκελετό του στεφανιού, ενώ απαραίτητο ήταν το σκόρδο, κάποιο αγκαθερό λουλούδι, τσουκνίδα και γενικά φυτά αποτρεπτικά της βασκανίας και κλαδιά καρποφόρων δέντρων.

Κτυπήματα με χλωρούς κλάδους αγριοτριανταφυλλιάς

Τα ζώα για να γεννούν εύκολα τα χτυπούν την πρωτομαγιά με χλωρά κλαδιά αγριοτριανταφυλλιάς. Στον Πόντο “την 1ην Μαϊου ωδηγούσαν τα ζώα εκ της μάνδρας εις την βοσκήν με τρία χλωρά κλαδιά λεφτοκαρυάς, αγρίας ροδής και κι αρμασαούδας (αγρίου θάμνου), δια να μην αρρωστήσουν τα ζώα και δια να γεννούν ελεύθερα. Κτυπώντες δε με τας ράβδους αυτάς τα ζώα έλεγαν: «Χίλια κεφάλια ! χίλια κεφάλια!». Επίσης τοποθετούσαν ένα κλωνάρι αγριοτριανταφυλλιάς στον τράχηλο ζώων και πτηνών.
Ερίνιασμα – αρραβώνιασμα των δέντρων. Για την καλύτερη καρποφορία των δένδρων έβαζαν πάνω στα κλαδιά τους κλαδιά από αροδάφνη, αγράμπελη, ρίγανη κ.ά. Στη Ρόδο «ανήμερα τ’ άη Κωνσταν-τίνου βάλλουν πάνω στους κλάδους των ροδιών και συκιών βλαστάρια αροδάφνης και αριγανιές. Αυτό το λεν ραώνιασμα (αρραβώνιασμα) και το κάμνουν, για να πιάσουν τα δέντρα περισσότερους καρπούς. Εκείνη την ημέρα περιμένει τον νοικοκύρην του το δέντρο, γιατί, σαν δε το νοιαστή, νομίζει πώς πέθανε και λυπάται». Στην Κάρπαθο «του αγ. Κωνσταντίνου ρωνιάζουν τα δέντρα και λέγουν: «Να, τσυρά, τον άντρα σου τσαί κράτει τον καρπόσ σου». Ύστερα βάζουν στη ρίζα τως μια πέτρα ή και ένα κλωνάρι από σφάκα», (δηλ. πικροδάφνη). Αλλού «την παραμονή του αγ. Κωνσταντίνου έπαιρναν φύλλα κυδωνιάς και άντρες και γυναίκες τα φορούσανε ως ανήμερα το μεσημέρι, για να μην τους χτυπήσ’ η Πούλια και βγάλνε πούλιες (=πανάδες) στο πρόσωπο. Ακόμα και οι τσομπάνηδες έφερναν τα πρόβατα, τα αγελάδια και τα άλλα ζώα σε μέρος, που να μην τα αντικρύσ’ ο ήλιος το πρωϊ».

Ο πλάτανος του Ιπποκράτη

Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά και πρωτοσταυριά χαρακτηρίζεται ακόμη και σήμερα σε πολλές περιοχές η πρώτη του Σεπτέμβρη. Κι αυτό γιατί από το 312 μ.Χ. είχε ορισθεί ως αρχή της ινδίκτου, του θρησκευτικού δηλαδή έτους. Ως πρωτοχρονιά, πέρασμα από τον ένα χρόνο στον άλλο διατηρεί πολλά σχετικά έθιμα. Έτσι στην Κω τα κορίτσια και τα αγόρια κάνουν την αρκιχρονιά δηλαδή μια αρμαθιά από ρόδι, σταφύλι, σκόρδο και φύλλο από το πλατάνι του Ιπποκράτη και το πρωί της πρώτης του Σεπτέμβρη αραδιάζονται στην παραλία και ρίχνουν την παλιά αρχιχρονιά στη θάλασσα και βουτούν την καινούργια στο νερό. Έπειτα παίρνουν νερό από σαράντα κύματα και γυρίζουν στο σπίτι και την κρεμούν στο εικονοστάσι. Γυρίζοντας περνούν από τον πλάτανο, τον αγκαλιάζουν για να πάρουν το χόντρος και τη δύναμή του.

Παρομοιώσεις προς δέντρα

• Ο κλέφτης που πέφτει στη μάχη : Σα δέντρον ερραγίστηκε, σαν κυπαρίσσι πέφτει
ενώ ο Όμηρος για να παραστήσει τους πεσόντας Άσιον (Ν 389-392) και Σαρπηδόνα (Π 482-484) :
Ήριπε δ’ ως ότε τις δρυς ήριπεν ή αχερωίς
Ηέ πίτυς βλωθρή, την τα’ ούρει τέκτονες άνδρες
Εξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήιον είναι…
• Δέντρα που φυτρώνουν σε τάφους εραστών
Εκεί που θάψανε το νιό φύτρωσε κυπαρίσσι
Κι εκεί που θάψανε τη νιά φύτρωσε μια μηλίτσα.

Βεργολυγάει η μηλιά φιλάει το κυπαρίσσι….
Στα τραγούδια του γάμου είναι συχνές οι παρομοιώσεις των νέων με δέντρα:

Δέντρο είχα στην αυλή μου για παρηγοριά δική μου…
Μηλίτσα πού ’σαι στο γκρεμό τα μήλα φορτωμένη,
Τα μήλα σου λιμπίζομαι και το γκρεμό φοβούμαι
Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
μάνα μ’έδιωχνε από το σπιτικό μου
Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι
Βρίσκω ένα δεντρί, βρίσκω ‘να κυπαρίσσι
Για τον γαμπρό:
Κίνα δεντρί μου, κίνα, κίνησε, κυπαρίσσι,
Να πας να βρης τη λεύκα τη λυγεροκλαδούσα…..
Μακρύς, λιγνός εις το κορμί κι ίσιος σαν κυπαρίσσσι
Κι απολυγίζει η μέση του σαν λεμονιάς κλωνάρι
Η νύφη
Σα λυγιά λυγάει
σα νερατζούλα φουντωτή, οπού μοσχοβολάει
Αλλά και συμβουλευτικά:
Ψηλή γυναίκα μη πάρης συκιά ξεκλωνισμένη
Η συκιά ξεκλωνισμένη πάντα είναι μαραμένη
Και για τον αρνητή της αγάπης και άπιστο:
Εσείς οι νέοι το’χετε το δέντρο ν’αγαπάτε
Κι αφόντες φάτε τον καρπό, το δέντρο λησμονάτε.

*Η κ. Αικατερίνη  Πολυμέρου-Καμηλάκη είναι τ. Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου