Η νέα χρονιά που ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου θα διαρκέσει για 365 ημέρες ακόμη και αυτό το γεγονός θεωρείται πλήρως αποδεκτό σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το ίδιο δεδομένος θεωρείται σήμερα ο ορισμός της 1ης Ιανουαρίου ως αρχής του αλλά και η διαφοροποίηση των ημερών στους μήνες (30 ή 31 ή 28-29). Ήταν, όμως, πάντοτε έτσι;
Στην αυγή του ανθρώπινου πολιτισμού οι προϊστορικοί άνθρωποι μπορούσαν να διακρίνουν δύο μεγέθη χρόνου, το ημερονύκτιο, όπως οριζόταν από τη δύση και την ανατολή του ηλίου, και τον μήνα (που σημαίνει «φεγγάρι»), που καθοριζόταν από τις φάσεις της σελήνης, που εναλλάσσονται κάθε 28 ημέρες. Πολύ αργότερα, κατά τη διάρκεια της φαραωνικής βασιλείας στην Αίγυπτο, παρατηρήθηκε ότι οι πλημμύρες του Νείλου (από τις οποίες εξαρτιόταν η γεωργική παραγωγή στη χώρα) είχαν περιοδικότητα με χρονική ακρίβεια. Οι ιερείς τότε υπολόγισαν με βάση τη θέση του Σείριου στον ορίζοντα ότι κάθε έξι περίπου φεγγάρια ο ήλιος ανέτελλε ακριβώς από το ίδιο σημείο. Άρχισαν λοιπόν να χρησιμοποιούν όχι πλέον τις φάσεις της σελήνης αλλά τις εναλλαγές της θέσης του ήλιου στον ορίζοντα για να καθορίζουν τον χρόνο. Έτσι γεννήθηκε η έννοια του έτους.
Κάθε λαός είχε το δικό του σύστημα για τον καθορισμό των ημερών και των μηνών στο διάστημα του έτους. Σπουδαία επίδραση σ’ αυτό είχαν τα δύο ιερά αριθμητικά συστήματα της εποχής, το επταδικό των Σουμερίων (επτά ημέρες της εβδομάδας) και το εξαδικό των βαβυλωνίων (60 λεπτά της ώρας, 24 ώρες της ημέρας, 12 μήνες του έτους). Οι Εβραίοι ακολουθούσαν μόνο τον σεληνιακό τρόπο και έτσι οι μήνες τους δεν ήταν σταθεροί, αφού οι 365 ημέρες του έτους δεν μπορούσαν να διαιρεθούν σωστά με τις 28 ημέρες του σεληνιακού μήνα. Οι αρχαίοι Έλληνες, ακολουθώντας κι αυτοί το σεληνιακό έτος, είχαν βρει τη λύση του «εμβόλιμου» μήνα, που πολλές φορές προκαλούσε μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που έλυνε. Οι Αιγύπτιοι, πιστοί στην έννοια του ηλιακού έτους, το χώρισαν σε 12 μήνες των 30 ημερών και στο τέλος κάθε έτους πρόσθεταν πέντε ιερές ημέρες.Το ίδιο δεδομένος θεωρείται σήμερα ο ορισμός της 1ης Ιανουαρίου ως αρχής του αλλά και η διαφοροποίηση των ημερών στους μήνες (30 ή 31 ή 28-29). Ήταν, όμως, πάντοτε έτσι;
Στην αυγή του ανθρώπινου πολιτισμού οι προϊστορικοί άνθρωποι μπορούσαν να διακρίνουν δύο μεγέθη χρόνου, το ημερονύκτιο, όπως οριζόταν από τη δύση και την ανατολή του ηλίου, και τον μήνα (που σημαίνει «φεγγάρι»), που καθοριζόταν από τις φάσεις της σελήνης, που εναλλάσσονται κάθε 28 ημέρες. Πολύ αργότερα, κατά τη διάρκεια της φαραωνικής βασιλείας στην Αίγυπτο, παρατηρήθηκε ότι οι πλημμύρες του Νείλου (από τις οποίες εξαρτιόταν η γεωργική παραγωγή στη χώρα) είχαν περιοδικότητα με χρονική ακρίβεια. Οι ιερείς τότε υπολόγισαν με βάση τη θέση του Σείριου στον ορίζοντα ότι κάθε έξι περίπου φεγγάρια ο ήλιος ανέτελλε ακριβώς από το ίδιο σημείο. Άρχισαν λοιπόν να χρησιμοποιούν όχι πλέον τις φάσεις της σελήνης αλλά τις εναλλαγές της θέσης του ήλιου στον ορίζοντα για να καθορίζουν τον χρόνο. Έτσι γεννήθηκε η έννοια του έτους.
Το αρχικό ρωμαϊκό έτος, όπως κατά την παράδοση ορίστηκε από τον Νουμά, είχε 355 ημέρες. Ξεκινούσε την 1η Μαρτίου, αφού τότε άρχιζαν οι πολεμικές προετοιμασίες για τις εκστρατείες των Ρωμαίων (Mars= Άρης, ο θεός του πολέμου). Οι μήνες είχαν 31 ή 29 ημέρες, με τον Φεβρουάριο, ως τελευταίο να έχει 28 ημέρες. Ο Ιούλιος Καίσαρας το 63 π.Χ., ακολουθώντας τους ιερείς της Αιγύπτου, θέσπισε το έτος των 365 ημερών και των 12 μηνών. Όρισε οι μήνες να έχουν εναλλάξ 30 ή 31 ημέρες, με τον Φεβρουάριο ως τελευταίο μήνα να έχει 29 ώστε να κρατηθεί σταθερός ο αριθμός των 365 ημερών του έτους. Προς τιμήν του η ρωμαϊκή σύγκλητος μετονόμασε τον πέμπτο μήνα (Quintilis) σε «Ιούλιο» και το ημερολόγιο σε «Ιουλιανό».
Λίγα χρόνια αργότερα ο Οκταβιανός Αύγουστος, ακολουθώντας την προσπάθεια του Πτολεμαίου του Ευεργέτου από το 238 π.Χ., πρόσθεσε μια ακόμη ημέρα ανά τέσσερα έτη. Αυτή η ανάγκη προέκυψε από τη διαφορά της πραγματικής περιφοράς της γης γύρω από τον ήλιο σε 365 ημ. 5 ώρ. 48 λ. και 18 δ. σε σύγκριση με τον επίσημο αριθμό των 365 ημερολογιακών ημερών. Ταυτόχρονα έδωσε στον έκτο μήνα (Sextilis) το όνομά του, «Αύγουστος». Για να μην έχει ο δικός του μήνας λιγότερες ημέρες από τον μήνα του προκατόχου του Καίσαρα, άλλαξε την εναλλαγή των 30 και 31 ημερών και όρισε ότι και οι δύο μήνες θα έχουν πλέον 31 ημέρες. Για να βρει την πρόσθετη ημέρα του μήνα του αφαίρεσε από τον τελευταίο μήνα μια ακόμη ημέρα, κάνοντάς τον «Κουτσοφλέβαρο». Του επέτρεψε, όμως, κάθε τέσσερα έτη να την ξαναπαίρνει πίσω («δίσεκτο» έτος).
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, ορίζοντας την έννοια της Ινδικτιώνος, ενός δεκαπενταετούς φορολογικού κύκλου (σε αντιστοιχία του 15ετούς κύκλου της στρατιωτικής υπηρεσίας), που ξεκινούσε όχι τον Μάρτιο αλλά τον Σεπτέμβριο, συνέβαλε στο να οριστεί κατά το 462 μ.Χ. ως αρχή του έτους η 1ηΣεπτεμβρίου («αρχή της Ινδίκτου»), όπως ισχύει μέχρι και σήμερα στην ορθόδοξη Εκκλησία.
Και πάλι, όμως, ο πραγματικός χρόνος της περιφοράς της γης γύρω από τον ήλιο άφηνε κενά στον ημερολογιακό χρόνο. Από τον 8ο αιώνα είχε παρατηρηθεί ότι η εαρινή ισημερία δεν ήταν πλέον την 21 Μαρτίου αλλά είχε «προχωρήσει» κάποιες ημέρες. Το 1582 ο Πάπας Γρηγόριος αποφάσισε να διορθώσει το ημερολόγιο αφαιρώντας τις δέκα ημέρες της τότε διαφοράς. Επίσης επισημοποίησε τον καθορισμό της 1ης Ιανουαρίου ως πρώτης ημέρας του έτους, λόγω της εγγύτητάς της προς τα Χριστούγεννα. Έτσι προέκυψε το λεγόμενο «διορθωμένο» ή «Γρηγοριανό» ημερολόγιο, το οποίο σταδιακά επικράτησε στον δυτικό κόσμο και σήμερα ισχύσει σχεδόν παγκόσμια.
Στην Ορθόδοξη Ανατολή άργησε πολύ να εισαχθεί η διόρθωση αυτή επειδή θεωρήθηκε ως προσηλυτιστική απόπειρα των Λατίνων για να αφομοιώσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία. Μόλις το 1924 το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δέχθηκε την αλλαγή ώστε να υπάρχει ένας παγχριστιανικός τρόπος υπολογισμού του ημερολογίου. Σήμερα κάποιες ορθόδοξες Εκκλησίες ακολουθούν την επιλογή αυτή (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ελλάδος, Κύπρου, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Πολωνίας) ενώ άλλες (Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας) δεν τη δέχτηκαν και εορτάζουν τις ακίνητες εορτές σε διαφορετική ημερομηνία. Παράλληλα έχουν σχηματιστεί και άλλες εκκλησιαστικές δομές, οι οποίες αρνήθηκαν να ακολουθήσουν το Γρηγοριανό ημερολόγιο, εξαιτίας ακριβώς της άρνησής τους να δεχθούν ένα σύστημα που εισήχθη από τη Ρώμη, και συγκροτούν τις λεγόμενες «Παλαιοημερολογίτικες» Εκκλησίες, στις οποίες ο χρόνος υπολογίζεται με διαφορά 13 ημερών.
Πηγή: Γεώργιος Τσούπρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου